- φυλακτό
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου, του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυχερού.
* * *το / φυλακτόν, ΝΜ, και φυλαχτό Ναντικείμενο, φυσικό ή χειροποίητο, που φορεί συνήθως κάποιος επάνω του γιατί πιστεύει ότι τόν προστατεύει από κινδύνους και απομακρύνει το κακό ή τού φέρνει καλοτυχία (α. «φυλαχτό με τίμιο ξύλο» β. «ἐν τῷ τραχήλῳ φυλακτά», Θεοφάν.γ. «ἐξουθενεῑν τὰ λεγόμενα φυλακτὰ καὶ τοὺς λεγομένους ἐξορκισμούς», Νείλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. φυλακτός*].
Dictionary of Greek. 2013.